αμητρία

αμητρία
η Ιατρ.
συγγενής (εκ γενετής) έλλειψη τής μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ametria, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < α- στερ. + μήτρα + κατάλ. -ία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”